συννεφιάζω

συννεφιάζω
συννέφιασα, συννεφιασμένος
1. σκεπάζομαι από σύννεφα: Συννέφιασε ο ουρανός.
2. μτφ., γίνομαι σκυθρωπός: Συννέφιασε η όψη του μόλις άκουσε αυτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συννεφιάζω — συννεφιάζω, συννέφιασα, συννεφιασμένος βλ. πίν. 35 (και ως απρόσ. συννεφιάζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • συννέφιασμα — το, Ν [συννεφιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη τού ουρανού με σύννεφα 2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου …   Dictionary of Greek

  • ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • νεφελώνομαι — (Μ νεφελοῡμαι, όομαι) [νεφέλη] 1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. γίνομαι θολός …   Dictionary of Greek

  • νεφούμαι — νεφοῡμαι, όομαι (Α) [νέφος] 1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • συγνεφιάζω — Ν βλ. συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • συννεφιασμένος — η, ο, Ν βλ. συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”