συννεφιάζω — συννεφιάζω, συννέφιασα, συννεφιασμένος βλ. πίν. 35 (και ως απρόσ. συννεφιάζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
συννέφιασμα — το, Ν [συννεφιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη τού ουρανού με σύννεφα 2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου … Dictionary of Greek
ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω … Dictionary of Greek
θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή … Dictionary of Greek
νεφελώνομαι — (Μ νεφελοῡμαι, όομαι) [νεφέλη] 1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. γίνομαι θολός … Dictionary of Greek
νεφούμαι — νεφοῡμαι, όομαι (Α) [νέφος] 1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός … Dictionary of Greek
συγνεφιάζω — Ν βλ. συννεφιάζω … Dictionary of Greek
συννεφιασμένος — η, ο, Ν βλ. συννεφιάζω … Dictionary of Greek